δυσπροσπέλαστος

δυσπροσπέλαστος
δυσπροσπέλαστος
hard to get at
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δυσπροσπέλαστος — δυσπροσπέλαστος, ον (Α) αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να εισχωρήσει («πόλεις καὶ νήσους... χαλεπὰς βιασθῆναι καὶ δυσπροσπελάστους», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • δυσπροσπέλαστον — δυσπροσπέλαστος hard to get at masc/fem acc sg δυσπροσπέλαστος hard to get at neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπροσπελάστους — δυσπροσπέλαστος hard to get at masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχυρός — ή, ό (Α ὀχυρός, ά, ό) 1. (για τόπο) ασφαλής, ισχυρός («ὀχυροῑσι παρθενῶσι φρουροῡνται», Ευρ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε ισχυρή αμυντική θέση, που κυριεύεται δύσκολα από τον εχθρό, δυσπροσπέλαστος 3. το ουδ. ως ουσ. το οχυρό θέση εδάφους συνήθως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”